- ὑποχειρισμός
- ὑποχειρ-ισμός, ὁ,A treatment of a subject, Gal.18(2).661.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποχειρισμός — ὁ, Α χειρισμός, μεταχείριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χειρισμός] … Dictionary of Greek
ὑποχειρισμῷ — ὑποχειρισμός treatment masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)